- πρόσφυγος
- -ον, ΜΑαυτός που καταφεύγει κάπου για ασφάλεια και προστασία («εἰς τὴν Μελιτηνὴν ἔτι πρόσφυγος ἦν», Κ. Πορφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για θεματ. μορφή τού πρόσφυξ (πρβλ. οψί-φυγος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρόσφυγος — πρόσφυξ one who seeks masc gen sg πρόσφυγος fleeing for refuge masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσφυγον — πρόσφυγος fleeing for refuge masc/fem acc sg πρόσφυγος fleeing for refuge neut nom/voc/acc sg προσφεύγω flee for refuge to aor ind act 3rd pl (homeric ionic) προσφεύγω flee for refuge to aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφύγους — πρόσφυγος fleeing for refuge masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζερβός, Σκεύος — (Κάλυμνος 1875 – Αθήνα 1966). Γιατρός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια της Αθήνας, του Μονάχου, του Βερολίνου και της Βιέννης. Αρχικά, εργάστηκε ως βοηθός και κατόπιν ως επιμελητής στον Ευαγγελισμό. Ταξίδεψε έπειτα στις ΗΠΑ … Dictionary of Greek
προσφύγων — πρόσφυξ one who seeks masc gen pl πρόσφυγος fleeing for refuge masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσφυγα — πρόσφυξ one who seeks masc acc sg πρόσφυγος fleeing for refuge neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσφυγε — πρόσφυξ one who seeks masc nom/voc/acc dual πρόσφυγος fleeing for refuge masc/fem voc sg προσφεύγω flee for refuge to aor imperat act 2nd sg προσφεύγω flee for refuge to aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)